ὑπόγλωττον

ὑπόγλωττον
ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσον
horse-tongue
neut nom/voc/acc sg
ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος
somewhat talkative
masc/fem acc sg
ὑπόγλωσσον , ὑπόγλωσσος
somewhat talkative
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπογλώσσιος — α, ο / ὑπογλώσσιος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιο ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί …   Dictionary of Greek

  • υπόγλωσσος — και αττ. τ. ὑπόγλωττος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα 2. ο κάπως φλύαρος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον ονομασία δύο φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”